ἐπιρρεπῆ

ἐπιρρεπῆ
ἐπιρρεπής
inclining the balance
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἐπιρρεπής
inclining the balance
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἐπιρρεπής
inclining the balance
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρέπῃ — ἐπιρρέπω lean towards pres subj mp 2nd sg ἐπιρρέπω lean towards pres ind mp 2nd sg ἐπιρρέπω lean towards pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρέπω — ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω] 1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.) 2. απρόσ. ἐπιρρέπει πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει 3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι 4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει 5. στέλνω… …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”